Γλωσσάρι

Όροι 1 - 10 από 19

ξαίνω

ξαίνω
card    peigner, carder

Ο όρος χρησιμοποιείται για το κανταΐφι και σημαίνει ότι το απλώνω για να πάρει όγκο και να αφρατέψει.

ξακρίδια κρέατος

ξακρίδια κρέατος
trimmings    parures

Τα κομματάκια κρέατος που μένουν από το ξεκοκάλισμα ή την επεξεργασία του νωπού κρέατος κατά τον τεμάχισμό. Τα κομματάκια αυτά του κρέατος χρησιμοποιούνται για την παρασκευή κιμά καθώς και στην αλλαντοποιία.

ξανθοφύλλες-Ε161

ξανθοφύλλες-Ε161
xanthophylls    xanthophylles

Φυσικές χρωστικές ύλες της μάζας και της επιφάνειας των τροφίμων κίτρινου χρώματος.

ξαφρίζω

ξαφρίζω
scum, skim    écumer

Απομακρύνω τον αφρό που σχηματίζεται κατά το βράσιμο κάποιας τροφής.

ξεκοκκάλισμα-αποστέωση

ξεκοκκάλισμα-αποστέωση
boning    désossement

Η αφαίρεση του κόκκαλου απο ένα κομμάτι κρέατος.

ξεσποριάζω

ξεσποριάζω
shell    écosser

Απαλλάσσω τα όσπρια από τους λοβούς.

ξεφλουδίζω

ξεφλουδίζω
peel    éplucher

Αφαιρώ τη φλούδα από φρούτα ή λαχανικά.

ξηροσταφιδίτης

ξηροσταφιδίτης
dried grape's wine    vin de raisins secs

Κρασί το οποίο παράγεται από σταφίδα.

ξινόγαλα

ξινόγαλα
cultured buttermilk    babeurre fermenté

To γάλα που παραμένει μετά την αποβουτύρωση του ξινού γάλακτος. Χρησιμοποιείται όπως και το βουτυρόγαλα. Η οξύτητά του ρυθμίζεται ώστε να κυμαίνεται από 0,7% μέχρι 0,9%. Ξυνόγαλα χαρακτηρίζεται και το προϊόν της ζυμώσεως βουτυρογάλακτος ή άπαχου γάλακτος με τους μύκητες με λατινική ονομασία Streptococcus cremoris, Streptococcus lactis και Leuconostoc citrovorum.

ξινολάπαθο

ξινολάπαθο
sorrel    oseille

Το φυτό με λατινική ονομασία Rumex acetosa. Τρώγεται ως λαχανικό.
Όροι 1 - 10 από 19
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για τη διάκριση των επισκεπτών. Για να αποδεχθείτε την τοποθέτηση cookies, επιλέξτε